Η τοποθέτηση των θερμομονωτικών υλικών πρέπει να σχεδιάζεται και να εκτελείται με τέτοιο τρόπο ώστε να περικλείουν ομοιόμορφα το σύνολο του κελύφους. Τυχόν σημεία ή επιφάνειες των αδιαφανών δομικών στοιχείων στα οποία απουσιάζει θερμομονωτικό υλικό ή το πάχος του είναι σημαντικά μικρότερο από το μέσο πάχος θερμομόνωσης του συνόλου του δομικού στοιχείου αποτελούν θερμογέφυρες.
Οι θερμογέφυρες έχουν μικρή θερμική αντίσταση σε σχέση με τις λοιπές επιφάνειες, με αποτέλεσμα την αυξημένη ροή θερμότητας διαμέσου τους, άρα πρόκληση θερμικών απωλειών. Οι θερμογέφυρες αποτελούν πολύ σημαντικό πρόβλημα της θερμικής θωράκισης του κτιρίου και μπορούν να προσαυξήσουν τις ενεργειακές απώλειες κατά 5-30%.
Οι θερμογέφυρες εμφανίζονται στο κέλυφος του κτιρίου, στη διεπιφάνεια δύο διαφορετικών δομικών στοιχείων (πχ τοίχος με κολώνα) ή δύο ίδιων δομικών στοιχείων (προέκταση των πλακών στα μπαλκόνια), καθώς και στις συνδέσεις εξωτερικών δομικών στοιχείων ιδίως γύρω από τα κουφώματα. Οι θερμογέφυρες αντιμετωπίζονται κυρίως με την ορθή τεχνική εφαρμογής της θερμομόνωσης, δίνοντας έμφαση στις ενώσεις ανόμοιων υλικών και στις απολήξεις τοίχων, ταράτσας κλπ.
Κατά τους χειμερινούς μήνες, λόγω της σημειακής αυξημένης ροής θερμότητας, οι θερμογέφυρες οδηγούν σε χαμηλές θερμοκρασίες στις εσωτερικές επιφάνειες των κτιρίων και κατά συνέπεια σε υγροποίησης των υδρατμών πάνω σε αυτές. Η θερμοκρασία στην οποία λαμβάνει χώρα το φαινόμενο της υγροποίησης (το νερό από την αέριο φάση με τη μορφή υδρατμών περνάει στην υγρή φάση) ονομάζεται θερμοκρασία του σημείου δρόσου ή απλά σημείο δρόσου.
Η υγροποίηση οδηγεί με τη σειρά της στην υποβάθμιση της ποιότητας διαβίωσης εντός του κτιρίου αλλά επιδρά αρνητικά και στην ποιότητας των υλικών των δομικών στοιχείων της κατασκευής.